- υποστατικως
- ὑποστατικῶςὑπο-στᾰτικῶςс твердостью, твердо
(φάσθαι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φάσθαι Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποστατικῶς — ὑποστατικός able adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποστατικός — ή, ό / ὑποστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑφίστημι] νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόσταση, που οφείλεται στην κάθοδο τού αίματος, υπό την επίδραση τής βαρύτητας, στα χαμηλότερα σημεία τού σώματος, με τη μορφή παθητικής υπεραιμίας… … Dictionary of Greek